- μείλιχος
- μείλιχος και αιολ. τ. μέλλιχος, -ον (Α)1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ.β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.)2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μείλιχονπραότητα, ηπιότητα, ευγένεια, γλυκύτητα4. (το ουδ. ως επίρρ.) μείλιχονμε πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μείλιχαοι χαρές («χάρις ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῑς», Πίνδ.).επίρρ...μειλίχως (Α)με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι μείλια και μείλι-χος ανάγονται σε θ. μελν-, οπότε οι τύποι με -ει- είναι προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. μέλλιχος (πρβλ. μελλιχόφωνος) είναι προϊόν αφομοίωσης. Το επίθ. μείλιχος εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. νηπία-χος, όσσι-χος). Η σύνδεση τών τύπων με το λατ. mel, mellis «μέλι» είναι δυνατή αν η γεν. mellis ανάγεται σε ρίζα *meln- (πρβλ. λιθουαν. malone «ευμένεια, εύνοια», meile «αγάπη», αρχ. σλαβ. milu «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη σύνδεση τών τύπων με τη λ. μέλι* οφείλεται σε παρετυμολογία.ΠΑΡ. μειλίχιοςαρχ.μειλίσσω, μειλίχη, μειλίχια, μειλιχώδης.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μειλιχόβουλος, μειλιχόγηρυς, μειλιχόδωρος, μειλιχόμητις, μειλιχόμυθος, μειλιχόφωνοςαρχ.-μσν.μειλιχόθυμος, μειλιχομειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αμείλιχος, γλυκυμείλιχος, ευμείλιχος, παμμείλιχος, παναμείλιχος].
Dictionary of Greek. 2013.